- διακαλύπτω
- διακαλύπτω (Α)1. αποκαλύπτω, φανερώνω2. διακαλύπτομαιαποβάλλω τα ενδύματά μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακαλύψει — διακαλύπτω reveal aor subj act 3rd sg (epic) διακαλύπτω reveal fut ind mid 2nd sg διακαλύπτω reveal fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλύπτει — διακαλύπτω reveal pres ind mp 2nd sg διακαλύπτω reveal pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλύπτοντα — διακαλύπτω reveal pres part act neut nom/voc/acc pl διακαλύπτω reveal pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλύψαι — διακαλύπτω reveal aor inf act διακαλύψαῑ , διακαλύπτω reveal aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλύψαις — διακαλύπτω reveal aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) διακαλύπτω reveal aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκάλυπτον — διακαλύπτω reveal imperf ind act 3rd pl διακαλύπτω reveal imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλυφθέντων — διακαλύπτω reveal aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλυφθήσεται — διακαλύπτω reveal fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλυψάμενος — διακαλύπτω reveal aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαλύπτεται — διακαλύπτω reveal pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)